- ἀναληπτικός
- ἀναληπτικόςrestorativemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναληπτικός — ή, ό (Α ἀναληπτικός, ή, όν) [ἀναλαμβάνω] (στην Ιατρ.) 1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* νεοελλ. 1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη … Dictionary of Greek
αναληπτικός — ή, ό αυτό που συντελεί στο να αναλάβει, να αναρρώσει κανείς: Τα λεγόμενα αναληπτικά φάρμακα βοηθούν στην αναζωογόνηση των λειτουργιών του οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναληπτικά — ἀναληπτικός restorative neut nom/voc/acc pl ἀναληπτικά̱ , ἀναληπτικός restorative fem nom/voc/acc dual ἀναληπτικά̱ , ἀναληπτικός restorative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτικῶν — ἀναληπτικός restorative fem gen pl ἀναληπτικός restorative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτικόν — ἀναληπτικός restorative masc acc sg ἀναληπτικός restorative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτικῆς — ἀναληπτικός restorative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτικῇ — ἀναληπτικός restorative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτική — ἀναληπτικός restorative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτικήν — ἀναληπτικός restorative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτικῶς — ἀναληπτικός restorative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)